άβαρος

άβαρος
-η, -ο
1. αυτός που δε δίνει βάρος, ενόχληση: Μ' όλα τα βαθιά γεράματά του, ο παππούς ήταν άβαρος.
2. πολύ πλούσιος: Στο χωριό όλοι πίστευαν πως ήταν άβαρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άβαρος — η, ο [βάρος] 1. ο χωρίς μεγάλο βάρος, ο ελαφρύς 2. επιπόλαιος, ανόητος, «ελαφρύς» 3. αυτός που δεν έχει βάρη (υποχρεώσεις κ.λπ.) και, κυρίως, ο πλούσιος 4. αυτός που δεν βαριέται, ακούραστος, αβάρετος …   Dictionary of Greek

  • αβαρής — ές και άβαρος, η, ο (Α ἀβαρής, ές) [βάρος] ο χωρίς βάρος ή αυτός που έχει μικρό βάρος, ο ελαφρύς νεοελλ. άμυαλος, ασύνετος αρχ. ο μη φορτικός, ο μη ενοχλητικός …   Dictionary of Greek

  • ανάβαρος — η, ο ο μη βαρύς, άβαρος, ελαφρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + βάρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”